- θάλος
- θάλος, -εος, το (Α)μικρό παιδί, βλαστάρι («Ἡρακλέης, σεμνόν θάλος 'Αλκαϊδᾶν», Πίνδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. θαλ- τού θάλλω. Ως β' συνθετικό απαντά με τη μορφή -θαλής.ΣΥΝΘ. αειθαλής, αθαλής, αμφιθαλής, ετεροθαλής, ευθαλήςαρχ.αϊθαλής, αρτιθαλής, αυξιθαλής, δυσθαλής, εριθαλής, ημιθαλής, ιμεροθαλής, ιοθαλής, κυμοθαλής, νεηθαλής, οικοθαλής, ορειθαλής, πανθαλής, παντοθαλής, προθαλής, τριθαλής, χοροιθαλήςνεοελλ.αιωνοθαλής].
Dictionary of Greek. 2013.